τσεντέζιμο

τσεντέζιμο
το
(λ. ιταλ.), το ένα εκατοστό κάθε νομισματικής μονάδας (λιρέτας, δραχμής, μάρκου κτλ.), το λεπτό: Τα 'χασα όλα στα χαρτιά, δεν έχω τσεντέζιμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσεντέζιμο — και τσεντέσιμο, το, Ν 1. (διαλ. τ.) το 1/100 κάθε νομισματικής μονάδας 2. φρ. «είμαι χωρίς [ή δεν έχω] τσεντέζιμο» είμαι απένταρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. centessimo «εκατοστό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”