- τσεντέζιμο
- το(λ. ιταλ.), το ένα εκατοστό κάθε νομισματικής μονάδας (λιρέτας, δραχμής, μάρκου κτλ.), το λεπτό: Τα 'χασα όλα στα χαρτιά, δεν έχω τσεντέζιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.